Tuesday, 17 December 2019

Αποχαιρέτα την, την Βρετανία πού φεύγει

Λοιπόν, δεν υπάρχει αμφιβολία πλέον ότι η Βρετανία βγαίνει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στις 31 Ιανουαρίου. Όμως το βασίλειο που θα βγει τότε δεν θα είναι πραγματικά ηνωμένο· οι Άγγλοι εθνικιστές θα βγάλουν εκτός ΕΕ την Σκωτία και τη Βόρεια Ιρλανδία πάρα τη θέλησή τους. Κι ούτε το Λονδίνο δεν θέλει να βγει. Είμαι κι εγώ ένας από αυτά τα περίπου 16 εκατομμύρια ανθρώπους που ψήφισαν το 2016 υπέρ της παραμονής της χώρας στην Ένωση. Όσα έχουν συμβεί μετά, μοιάζουν ακόμη σαν τρελό εφιάλτη. Αλλά οι υποστηρικτές  του Remain, της «παραμονής» ηττηθήκαμε: στο δημοψήφισμα το ίδιο και μετά, σε δυο γενικές εκλογές. Σίγουρα θα βγει η πατρίδα μου.

Βεβαίως, πολλές αποφάσεις μένει ακόμα να ληφθούν. Τον Φεβρουάριο, θα ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για τις μελλοντικές εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στο ΗΒ και την ΕΕ. Θα ξεκινήσουν επίσης οι διαπραγματεύσεις για το εμπόριο και με άλλα κράτη, αλλά με μικρότερη ταχύτητα. Πολλά λέγονται για τη δυναμική αυτών των άλλων συμφωνιών, αλλά η πιο σημαντική είναι η συμφωνία με την ΕΕ. Σε αυτή, η βρετανική κυβέρνηση έχει δυστυχώς εξωπραγματικούς, αντιφατικούς σκοπούς, και η προθεσμία για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων είναι απίθανη. Ο δρόμος προς τη συμφωνία θα είναι δύσκολος και γεμάτος στροφές, και μπορεί τελικά να υποβάλει σε δοκιμασία τη μεγάλη πλειοψηφία του πρωθυπουργού στη Βουλή των Κοινοτήτων.

Ακόμη και πιο αβέβαιο είναι το μεγαλύτερο θέμα της θέσης της Βρετανίας στον κόσμο και των μελλοντικών της σχέσεων. Η Βρετανία, προφανώς, δεν έχει πια διεθνή στρατηγική, μόνο ένα σύνθημα: Global Britain «Παγκόσμια Βρετανία». Ουδείς ξέρει τι σημαίνει αυτό το σύνθημα. Η νύξη της ιμπεριαλιστικής νοσταλγίας δεν είναι ευχάριστη. Και μετά από το φιάσκο του Ιράκ και της Λιβύης, ο φιλελεύθερος παρεμβατισμός πέθανε έναν, επί το πλείστο, επάξιο θάνατο. (Το πτώμα του το έθαψε το 2013 η Βουλή των Κοινοτήτων, όταν ψήφισε κατά της προτεινόμενης δράσης στη Συρία.)  

Κατά την άποψή μου, το ΗΒ έχει τρεις βασικές επιλογές σε ό,τι αφορά την εξωτερική του πολιτική. Μπορεί να αποφασίσει να αποσυρθεί σε αυτοεπιβληθείσα απομόνωση, με την κυβέρνηση να εστιάζει στην εσωτερική ατζέντα και στην προσπάθειά της να διατηρήσει την ένωση των τεσσάρων εθνών. Σε αυτή την περίπτωση, η εξωτερική πολιτική της χώρας θα είναι απλώς μια διεκπεραιωτική υπόθεση εξυπηρέτησης υπαρχουσών σχέσεων και αντίδρασης σε γεγονότα. Εννοείται ότι αυτό θα ήταν δημοφιλές με πολλούς ψηφοφόρους. Και μπορεί να γίνει αναπόφευκτα και θέση της βρετανικής κυβέρνησης, αν βρεθεί να ασχολείται με αλλεπάλληλες κρίσεις και εθνικιστικά αιτήματα από τα έθνη του βασιλείου. 

Ή μπορεί η χώρα να προσπαθήσει μια ιδεαλιστική και αρκετά δραστήρια εξωτερική πολιτική, με βάση τις τρέχουσές της συμμαχίες (ιδίως το ΝΑΤΟ), τη συλλογική δράση για να προστατευτεί ο πλανήτης από την κατάσταση κλιματικής έκτακτης ανάγκης, και τη διάδοση των αξιών της: της φιλελεύθερης δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των καθολικών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Αυτό θα ήταν μια παραδοσιακή προσέγγιση, διατηρώντας τη δυνατή σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά δεν είναι καθόλου σαφές ότι μια τέτοια πολιτική θα είχε τη γενική στήριξη στο κυβερνών κόμμα. 

Μια τρίτη (κατά την γνώμη μου, δυσάρεστη) πιθανότητα θα μπορούσε να είναι μια τυχοδιωκτική εξωτερική πολιτική, με μια δόση οπορτουνισμού και μια δόση ρεαλπολιτίκ, σύμφωνα με την οποία εξερευνώνται καινούργιες μορφές συναλλακτικής συνεργασίας, βασισμένης στο εμπόριο και όχι στις αξίες. Εάν η κυβέρνηση του Τζόνσον πάει σε αυτή την κατεύθυνση, θα προσπαθήσει προ παντός να κερδίσει την εύνοια των ΗΠΑ του Τραμπ, αλλά και της Κίνας, της Ινδίας και των αραβικών κρατών. Ίσως ακόμη και η Ρωσία ή η Τουρκία να θεωρηθούν με καινούργιους τρόπους.  Μια τέτοια προσέγγιση θα εγκυμονούσε κινδύνους για τους Βρετανούς υποστηρικτές των καθολικών ανθρώπινων δικαιωμάτων και της βιώσιμης ανάπτυξης. Θα αντισταθεί ο Τζόνσον, π.χ., στον πειρασμό να χρησιμοποιήσει τον προϋπολογισμό εξωτερικής βοήθειας για τους πολιτικούς του στόχους; Αμφιβάλλω.

Οποιεσδήποτε στρατηγικές επιλογές κι αν προσπαθήσει να κάνει η κυβέρνηση, η πιθανή πραγματικότητα θα είναι μειωμένη επιρροή και το φορτίο καινούργιων, απρόβλεπτων προκλήσεων. Παρότι έχουμε μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, μια αρκετά μεγάλη οικονομία και τις στρατιωτικές δυνατότητες μιας μεσαίου μεγέθους δύναμης, είναι δυνατόν το ΗΒ, μόνο του, να πιεστεί από μεγαλύτερες δυνάμεις: κάποιες από τις οποίες μπορεί να δοκιμάσουν προκλητικές τακτικές.


Κατά την άποψή μου, η Βρετανία θα συνεχιστεί να χρειάζεται την πραγματική και βαθιά φιλία με όλους όσοι μοιράζονται τις αξίες μας, συμπεριλαμβανομένων των κρατών-μελών και θεσμών της ΕΕ. Εδώ και μερικά χρόνια, το πολιτικό μας προσωπικό έχει σχεδόν εγκαταλείψει τη δημιουργία προσωπικών και θεσμικών μακροπρόθεσμων σχέσεων με τους εταίρους μας διεθνώς. Γενικά, αυτό το έργο πέφτει πλέον στην κοινωνία των πολιτών μας, στα πανεπιστήμιά μας, στις δεξαμενές σκέψης μας, στις επιχειρήσεις μας και τους πολιτιστικούς μας παίκτες. Στα επόμενα χρόνια, εμείς που ενεργούμε έξω από την κυβέρνηση θα πρέπει να ενισχύσουμε τις δικές μας προσπάθειες. Πιστεύω ότι θα έπρεπε να προσέξουμε τις σχέσεις με μικρότερα, καθώς και με μεγαλύτερα, κράτη. Η Ελλάδα και το ΗΒ έχουν μακρά και πολύπλευρη κοινή ιστορία , και, ως ναυτιλιακά κράτη με νησιώτικα εδάφη, έχουν παρόμοιες προοπτικές σε πολλά σημαντικά θέματα. Ο μεγάλος αριθμός Ελλήνων που δουλεύουν και σπουδάζουν στο ΗΒ αποτελούν άλλο σημείο επαφής. Στις 7 Φεβρουαρίου, θα μιλήσω στην Αθήνα στα ελληνικά για τον Αγγλοελληνισμό και τον ρόλο που παίζει ο πολιτισμός στη διάδοση φίλιας και αμοιβαίας συνεννόησης μεταξύ Βρετανίας και Ελλάδας. Μπορείτε να βρείτε όλα τα στοιχεία εδώ. Θα χαρώ πολύ να σας δω!

Τζων
Λονδίνο, ΗΒ

Sunday, 27 October 2019

The East – West Divan


I expected my blog this month to be a lament for pro-Europeanism. But it looks like 31 October will pass with the Conservative government’s wretched business unsettled. Fragile hope continues. My lament is stayed.

I’ve been re-learning German in the past few months. My reason for doing so is – perhaps oddly – substantially Greek. I’m working on a previously unknown translation that Ritsos did in the 1960s of an important German writer (I plan to publish something on this next year). Ritsos himself didn’t know German, but when he was translating from a language he didn’t know (with the aid of French or Greek cribs), he usually wanted at least to hear the original, so he could understand something of its sound-system and rhythmic qualities. My German was already just about good enough to do that, but I thought I should try harder.

I first started to learn German at school in the lower sixth. It was one of those occasions when the teacher was even less keen to teach than the pupils to learn, and I didn’t learn much. The uninspiring phrase “Deutschland ist ein Staat in Westeuropa” (it was the early 1980s) has stayed with me from that time, but little else did. I then tried again – somewhat harder – as a postgrad at Oxford. Surrounded by dictionaries, grammars and a helpful textbook on how to learn to read German quickly, I tackled some of the oddly untranslated staples of German Klassische Altertumswissenschaft (roughly: Classics). In his terrifying weekly postgrad classes, Hugh Lloyd-Jones, the then Regius Professor of Greek, used to hurl odd words of German at students he was praising or (more often) insulting, but at that time I never really learned to speak the language or to understand spoken German.

For the past 20 years or so, I’ve travelled often to Germany: for business and pleasure. My husband is a fluent German speaker, we have great German friends, and we know the country well. And over time, I’ve grown embarrassed about always dragging conversation there into English (or sometimes French). So for the past six months, I have been caring once again about the intricacy of German word order and the insatiable German appetite for coining lengthy compound nouns. It’s fun (Spaß) to learn with the Goethe Institute and it exercises the mind. But it’s also a means of access to one of our great European intellectual cultures.

Since one thing always leads to another, I’ve been moving between learning German vocabulary and reading up on German culture, when not plodding away at my article on Ritsos’ translation from German and at a separate translation I’m doing of a long Ritsos poem. Indeed I’ve just finished Neil MacGregor’s Germany: Memories of a Nation (2014). This wonderful book tells the history of Germany largely through its culture, as developed through the twin ideas of monuments and memory. It’s like stumbling upon a jewel box. Not only do you grasp through it the great sweep of German history, but you also absorb the complexities of a nation that generated both sparkling enlightenment and the profoundest darkness. And the individual jewels – individual lives; individual examples of literature, sculpture, pottery, architecture, art and so on – shine brightly. MacGregor also writes very interestingly – in a new way, I think – on the German passion for Greece, and specifically for Greece above Rome. (This love affair was going through a particularly tortuous phase when I was ambassador in Greece.)

I have a long list of book projects ahead of me, but the final item on the list (number 4) is a ‘big book’ about Greece. I want to try to distil a lifetime’s admiration for Greece in a single book of some ambition, and I’ve been thinking rather idly about plausible models for doing so. Different though the two countries are, MacGregor’s history of Germany offers a very tempting model. If you haven't read it, I strongly recommend that you do so. It’s a real tour de force.

But now back to Ritsos and his unexpected diversion into German culture…

John

Klenze's vision of the Acropolis
Klenze's Walhalla


Friday, 20 September 2019

Brexit - καμία κολοτούμπα


Επανειλημμένα έχει γίνει η σύγκριση Brexit και Grexit. Οι δυο όροι υπονοούν συγκεκριμένα κοινά χαρακτηριστικά. Από το 2016 και μετά, αναλογιζόμουν συχνά τις ομοιότητες των ελληνικών γεγονότων του 2015 με τα εξελισσόμενα γεγονότα στο ΗΒ (και στις ΗΠΑ). Η αδρανής(;) πλέον απειλή του Grexit ρίχνει φως στο παγκόσμιο φαινόμενο του λαϊκισμού και στις προοπτικές της βρετανικής διαπραγματευτικής στρατηγικής για την έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατά την άποψή μου, πολλά παραμένουν να ειπωθούν γι’ αυτά και σκέφτομαι σοβαρά να καταθέσω και τους δικούς μου προβληματισμούς, πιθανόν σ’ ένα βιβλίο.
  
Ένα από τα πράγματα που διαβάζω συχνά στον ελληνικό τύπο είναι το ότι η βρετανική συντηρητική κυβέρνηση χρειάζεται να κάνει μια δική της κολοτούμπα, ανακρούοντας πρύμναν από αυτό που σήμερα μοιάζει με αδιέξοδο-Brexit. Τέτοιες προτάσεις δίνουν τροφή για σκέψη, αλλά κατ’ ουσίαν μαρτυρούν τα πεπερασμένα όρια μιας τέτοιας συγκριτικής ανάγνωσης της βρετανικής και της ελληνικής πολιτικής. Δεν είναι δυνατό άλλωστε να συνάγει κάποιος συμπεράσματα για την πολιτική μιας χώρας βάσει των πολιτικών δεδομένων μιας άλλης. Αλλά αξίζει να μελετηθούν οι λόγοι για τους οποίους ο πρωθυπουργός κύριος Τσίπρας κατάφερε να κάνει μια πετυχημένη κολοτούμπα το καλοκαίρι του 2015, ενώ κανένας βρετανός πρωθυπουργός δεν έχει ακόμη επιχειρήσει να ανατρέψει το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος.

Η απάντηση βρίσκεται, κατά κύριο λόγο, στη δομή της κομματικής πολιτικής. 

Το 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια νέα κυβέρνηση, αποφασισμένη να αναγκάσει τους Ευρωπαίους εταίρους της να διαχειριστούν την κρίση του ελληνικού χρέους με έναν ριζοσπαστικά καινούργιο τρόπο. Ο ηγέτης του κόμματος είχε υιοθετήσει μια επιθετική στρατηγική. Αλλά το κόμμα του ήταν άγνωστο και αδοκίμαστο. Σε μικρό χρονικό διάστημα εξελίχθηκε από κόμμα διαμαρτυρίας (με ποσοστά συνήθως χαμηλότερα του 5% στις εκλογικές αναμετρήσεις) σε κόμμα αξιωματικής αντιπολίτευσης και ύστερα της κυβέρνησης. Το 2013 και το 2014, ήμουν ένας από αυτούς που προσπαθούσαν να καταλάβουν πώς λειτουργούσε το κόμμα. Τι είδους ήταν η βάση του; Μπορούσαν οι συνιστώσες του να ενοποιηθούν; Που πραγματικά βρισκόταν το κέντρο εξουσίας του; Ποιοι επρόκειτο να γίνουν οι υπουργοί μιας κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ; Ο Αλέξης Τσίπρας θα ηγείτο του κόμματός του ή θα βρισκόταν υπό το στενό έλεγχό του; 

Τον Ιανουάριο του 2015, λάβαμε δυο εξόχως αναπάντεχες απαντήσεις στις ερωτήσεις αυτές. Πρώτα, ο Αλέξης Τσίπρας προχώρησε σε συμφωνία συνασπισμού με τους ΑΝΕΛ: μια συμφωνία που εξέπληξε και δυσαρέστησε πολλά μέλη του κόμματός του. Δεύτερον, διόρισε, στην κρίσιμη θέση του Υπουργού Οικονομικών, κάποιον που δεν ήταν καν μέλος του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτές οι αποφάσεις έμοιαζαν τότε ιδιότροπες. Όμως στην πραγματικότητα κατέδειξαν τον ηγετικό χαρακτήρα του Αλέξη Τσίπρα και απέδειξαν ότι ήταν απόλυτος κυρίαρχος του κόμματός του. Έξι μήνες μετά, με τα προβλήματα να αυξάνονται, ήταν ακόμη σε θέση να επιβάλλεται και στα γεγονότα και στο κόμμα του. Η περιβόητη κολοτούμπα του προκάλεσε την αποχώρηση πολλών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως όσοι έφυγαν (π.χ. η Κωνσταντοπούλου, ο Λαφαζάνης κ.α.) ήταν σαν να εξαφανίστηκαν. Ο Τσίπρας επιβίωσε. Το κόμμα, κοντολογίς, ήταν κατώτερο του αρχηγού του. 

Με το Brexit τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.

 Η απαρχή του Brexit μπορεί να αναζητηθεί σε συζητήσεις μέσα στο Συντηρητικό Κόμμα ήδη από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990. Κυρίως εξαιτίας του ρόλου που πίστευαν ότι είχε παίξει το ευρωπαϊκό ζήτημα στην παραίτηση της κυρίας Θάτσερ, μερικοί συντηρητικοί βουλευτές προσπάθησαν να εμποδίσουν την πρόοδο του νομοσχεδίου περί της επικύρωσης της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Βεβαίως απέτυχαν, αλλά η επανάστασή τους προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στη συντηρητική κυβέρνηση του John Major και ενέπνευσε τη δημιουργία μιας αποφασισμένης και μόνιμης ευρωσκεπτικής μειονότητας μέσα στο Συντηρητικό Κόμμα («μπάσταρδοι» είναι η ετικέτα που τους είχε βάλει ο Μέιτζορ). Την ίδια εποχή περίπου, δημιουργήθηκε το Κόμμα Ανεξαρτησίας Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP), για να υποστηρίζει οριστικά και μονομανιακά το Brexit. Οι δυο ομάδες επρόκειτο να επηρεάσουν η μια την άλλη τα 25 επόμενα χρόνια.
Στην κυρία Θάτσερ δεν άρεσαν οι κολοτούμπες
ή τα 'u-turns' (=αναστροφές)


Το Συντηρητικό Κόμμα είναι η πιο παλιά και η πιο πετυχημένη πολιτική παράταξη της Μεγάλης Βρετανίας. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους επιβίωσε τόσο πολύ χρόνο, αλλά ένας από τους πιο σπουδαίους είναι το ότι κατάφερε διαχρονικά και με συνέπεια να διατηρήσει την εσωτερική κομματική ενότητά του.  Για την επίτευξη αυτής της ενότητας, το κόμμα παρουσιάζεται ως ‘broad church’ (δηλαδή ως φορέας πολλών και διαφορετκών απόψεων χωρίς δογματισμούς) και επιτρέπει τη συνύπαρξη πολύ διαφορετικών συνιστωσών. 

Αυτό εξηγεί γιατί τη δεκαετία του 1990 δεν τέθηκε ούτε μια φορά θέμα μόνιμου αποκλεισμού των «ανταρτών» ευρωσκεπτικιστών συντηρητικών από το κόμμα. Αντιθέτως, οι αντάρτες παρέμεναν και η επιρροή τους αφέθηκε να αυξάνεται βαθμιαία. Από το 1997, όταν εξελέγη ο William Hague ως επικεφαλής της παράταξης, η ευρωσκεπτική αυτή συνιστώσα  παραχαϊδεύτηκε και ο Ευρωσπεπτικισμός κυριάρχησε στο ύφος του κόμματος. Και ταυτοχρόνως η ύπαρξη του UKIP λειτουργούσε ως μαγνήτης, τραβώντας το Συντηρητικό Κόμμα σε μια στάση όλο και πιο εχθρική απέναντι στην Ευρώπη. Αυτή η τάση έγινε ακόμη και πιο σαφής υπό την ηγεσία των διαδόχων του Χέιγκ: του Michael Howard, του Iain Duncan Smith και του David Cameron. Ως επικεφαλής του κόμματος, ο Κάμερον απέσυρε το Συντηρητικό Κόμμα από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα: ένα σημαντικό λάθος που εξασθένισε την συντηρητική και την βρετανική επιρροή στην ΕΕ. Όταν τελικά, το 2010, έγινε Πρωθυπουργός, η μόνη φιλοδοξία του Κάμερον σε σχέση με τη Βρετανία εντός ΕΕ ήταν να σταματήσει το κόμμα του να γκρινιάζει διαρκώς (‘bang on’) για την Ευρώπη. Απουσία οποιασδήποτε θετικής ατζέντας για την ΕΕ, ο Κάμερον έπεσε στη μια παγίδα μετά την άλλη όσον αφορά στη στρατηγική του για τη διαχείριση της παράταξής του. Το 2013, προσέφερε στο ευρωσκεπτικό ακροατήριο την υπόσχεση δημοψηφίσματος εφόσον κέρδιζαν οι συντηρητικοί τις επόμενες εκλογές: εκλογές τις οποίες όντως κέρδισαν. Και τα υπόλοιπα, όπως λέμε στα αγγλικά, είναι ιστορία.

Με την εκλογή του Boris Johnson ως αρχηγού του Συντηρητικού Κόμματος, η ευρωσκεπτικιστική συνιστώσα ανέλαβε τον απόλυτο έλεγχο της παράταξης. Αυτό – πρέπει να τονίσω – είναι η κατάληξη της πορείας του κόμματος τα τελευταία 25 χρόνια.  Δεν πρόκειται για μια μεμονωμένη περίπτωση πραξικοπήματος (αν και, με την απέλαση των μετριοπαθών, ο Τζόνσον συμπεριφέρεται πραξικοπηματικά). Σε αυτή την περίοδο, αυτοί που ήταν άλλοτε μια μικρή μειονότητα μέσα στο κόμμα, έγιναν το κόμμα και έφτασαν να έχουν μεγαλύτερη και πιο μόνιμη επιρροή απ' ό,τι οι αρχηγοί οι ίδιοι του κόμματος – τουλάχιστον σε ό,τι αφορά αυτό το συγκεκριμένο θέμα. Αυτό είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που διαφοροποιεί την πραγματικότητα του Brexit το 2019 από την πιθανότητα του Grexit το 2015. Στην υπόθεση Brexit τίποτα δεν είναι τυχαίο αλλά και τίποτα δεν βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Αρχηγού του κόμματος. Ο Τζόνσον είναι ο όμηρός του, όπως ήταν και η  Μέι και ο Κάμερον πιο πριν. Το θέμα αυτό καθορίζει πλέον τον χαρακτήρα του Συντηρητικού Κόμματος: της πιο εντυπωσιακής εκλογικής μηχανής της Βρετανίας.

Συμπεραίνω, επομένως, ότι δεν θα υπάρξει κολοτούμπα, εκτός εάν το Συντηρητικό Κόμμα το ίδιο χάσει την εξουσία στο ΗΒ ή διαλυθεί – γεγονότα που δεν μπορούν να θεωρηθούν καθόλου δεδομένα. 

Τζων

Sunday, 18 August 2019

Return to Mani – Part 2. The house built by Paddy and Joan Leigh Fermor


The terrace
The house at Kalamitsi is built in an olive grove, sited on a promontory that obtrudes into the Messenian Gulf. To the north-west the land rises, and a precipitous cliff encloses a small beach, accessible from the house by a stone stairway built into the rock. To the south and south-west the land descends in cultivated terraces to a larger pebble-beach, which can also be reached via a public dirt-track. The main property consists of the house itself and the writer’s studio, set a few yards apart. Two smaller outhouses lie outside the curtilage. 

Sunset on the terrace
The house, built of stone cut from Mount Taygetos, makes magnificent use of its site. At the entrance level, it appears to consist of just one storey and is surrounded by a huge, level terrace, covered in terracotta tiles and interspersed with highly inventive pebble mosaics and decorations. Into the terrace are sunk three separate areas for seating, each formed around a stone table. From here the views of the coast to the north-west and south-east, and of the close-lying islet of Meropi are beautiful. We saw sunsets of great majesty, with the sky dressed in the gentlest palette of rose-pinks. At night, the black-cloth of the heavens was satin-sable and the constellations brilliant, while the waxing half-moon lay out a silver carpet across the sea. This terrace is expansive and generous, immediately suggestive of a gregarious personality; it is one of the house’s two main entertainment areas.

But this view of the house occludes its complex design and gives a somewhat misleading impression. The house is not, as it appears from the terrace, a single-storey linear building. Its shape is better described as an inverted capital gamma (Γ), of which the shorter limb spills over the terrace edge to enclose a lower-level basement. This becomes clear only as the house is entered and reveals itself from within.

The arcaded gallery
Behind the two-leaved entrance door a barrel-vaulted vestibule, lined with stone seating, leads coolly into the heart of the house: an arcaded gallery that joins the house’s two wings and looks out towards the sea. This gallery is open to the elements and resembles a fragment of mediaeval cloister. It is surprising, beautiful in itself and, even from inside, focuses the attention on the house’s sublime environment. From here an external stone staircase descends to the lower level of the house (there is also an internal wooden staircase), where the southernmost façade projects over an enormous vaulted arch, within which a seating area allows for al fresco eating. This is where the dinner in Richard Linklater’s Before Midnight (2013), starring Ethan Hawke and Julie Delpy, was filmed. We ate here too, whenever we could.

The salon
On the main level of the house there are four suites of rooms. The most magnificent room is the salon, which was beautifully described by Paddy Leigh Fermor himself in A. Lees-Milne & D. Moore, The Englishman’s Room (1986): p.91-95. Measuring about ten metres by five, this is the principal seating and dining area of the house. Its floor is made of green stone from Pelion, its ceiling is a fretwork of honey-coloured pine. At one end the room has a beautiful Turkish hayiati with divan set around it. A divan is set around the other end too, where, in winter, it is warmed by an astonishing stone fireplace, built to a Persian model. Into all the walls are set bookcases, each full of books. The salon opens onto the main terrace, which it matches for easy-going sociability. 

The sitting-room in Joan's suite
Also on this level are the two main bedroom suites, each consisting of a bedroom, a bathroom and a sitting-room. The suite that was Paddy’s has an undramatic view of the north of the property, and is restrained and introspective. Joan’s suite, by contrast, occupies the first floor of the southern wing of the house, and has a majestic view – on three sides – of the seascape and landscape. Captivated by the spectacle, we occupied this suite.

Between the bedroom suites lie the entrance vestibule and the spatious kitchen. The basement of the house has a bedroom, now with en-suite facilities, and was also used as a bookstore for Paddy’s enormous library; this has been converted into a study area. 

Paddy's study
Across from the main house is the studio that Paddy completed in 1969. It is a single-storey building, also of stone, with a pergola on the roof-terrace. Inside, it contains the study itself and a separate bedroom and bathroom. A small kitchen has also now been installed. The study has many bookcases, lined with books, and the author’s writing-desk. Like the suite of rooms that Paddy had in the main house, the study is an introspective space: the dramatic views of the shoreline are visible only with effort. The room turns around and into itself, focusing the mind on the task in hand. 

So much for the lay-out of the house. But what was it like to live there? 

From the start, the house seemed to me to imply a split personality or, to put it less dramatically, to express a dual purpose. On the one hand, the spaces for entertainment are among the most gregarious I have ever seen. The house cries out for guests to people it, for human conversation, for laughter and for times spent in good company. At the start of our stay, David and I were alone for three days in the house and we craved our friends’ company. We felt the character of the property change and lighten as our friends arrived; it came into its own.

Books everywhere
But the house is also a place for study and for intellectual pursuits. Even though the Benaki has removed some of the later bookcases (the removal of the excessive clutter is a good and necessary thing!), there are still books everywhere. Almost every room has spaces where you can sit down and read, and the same is true outside too. When you look up from your book, you may catch a glittering reflection from the surface of the sea or notice the gnarled form of an olive tree or admire the distant mountains across the gulf, but your eye soon returns to the book and you are absorbed again.

This dual use made me think at first of the villas of Roman intellectuals. At Tusculum, in the Alban Hills, Cicero had bought a villa that he laid out for intellectual relaxation (he built what he called an ‘Academy’ and a ‘Lyceum’, and wrote many of his philosophical treatises there). But the Tusculanum was also a very public place. From a later time, Pliny the Younger describes, in a lovely letter to his friend Pedanius Fuscus, how he would spend a typical day in the villa on his busy estates at Tifernum Tibernum, in modern-day Umbria: first dealing with business, then writing and reading (and sometimes going off on a hunt).

Something of this spirit certainly infuses the house that Paddy and Joan built. But as the days of our stay went on and even with the presence of our friends, I found myself increasingly impressed by the house’s solitude: its remoteness, its isolation, the constant sound of the sea. More like Cicero’s villa at Astura (which too was built on a promontory by the sea and was ‘secluded and free from observers if one wants to do some writing’) than the Tusculanum, the house strongly encourages solitude and solitary pursuits. The open arcaded gallery provides, I think, more than a mere hint of monasticism; it gets to the heart of the matter. 

Bust of Paddy
None of the suites of rooms internally connects with each other; they all open instead to the gallery. Since the gallery is unglazed, this must have been particularly challenging in the winter, causing the occupants to gather together around the large fireplace in the salon or to go it alone in their own rooms. The house reminded me that Paddy had written A Time To Keep Silence (1957), which recounts – somewhat surprisingly, since he didn’t otherwise appear to be interested in religion – the author’s experiences of monasticism, the interest he had in silence as a counterpart to his gregarious life. I shall now re-read that book because I suspect it unlocks a very important part of the personality of the house itself, a personality that seems to me strongly divided.

This in short is a glorious, intriguing, unique house and it was a huge pleasure and honour to be invited by the Benaki Museum to spend a week there. As I mentioned in my first blog, the house has been wonderfully restored and it now awaits both its official re-opening and, even more importantly, the arrival of the writers whose presence will implement the most important part of Paddy and Joan’s bequest. I wish them every inspiration and congratulate the Benaki Museum and the Stavros Niarchos Foundation on a magnificent restoration job. 

John 

The external stone staircase
Space for eating 'Before Midnight'

Tuesday, 13 August 2019

Return to Mani - Part 1

Gulf of Patras
The ferry from Bari hugged the northern shore of the Gulf of Patras. We had made this journey six years earlier when the boat from Brindisi brought me to Greece on the start of my adventure as British Ambassador. In January 2013, there was a heavy fog on the Ionian and over the gulf itself, and we saw the glorious Rion-Antirrion bridge only as we docked at Patras. Now, however, the morning light was sharp, the sky largely cloudless and blue. I picked out easily the large lagoons behind the foreshore, in the near distance Mesolonghi, the Pindus range rearing menacingly above. Thoughts of the revolutionary war swirled around my head: the naval actions - Codrington blocking and instructing Ibrahim Pasha’s fleet in early October 1827 before the final encounter at Navarino; Frank Abney Hastings aboard the fighting steam-ship Karteria; the campaigns on land - poor Mesolonghi three times besieged before the fatal, heroic Exodos; the political arguments about the future shape of the Greek state; and Byron, of course - the young man setting foot in Epirus in 1809 to search for Ali Pasha in his Albanian lairs, and fifteen years later the prematurely aged Archistrategos slowly, feverishly bled to death by his doctors. The community at Mesolonghi had shown us great hospitality in 2015, when the UK was the ‘most honoured nation’ at that year’s Exodos commemorations. It was my first taste of smoked eel, a local speciality: unimaginably good. All of this compound of ideas, associations and memories meant that I was undoubtedly back in Greece. Greece, my beloved Greece.

Some archetypes
Away from Athens, with its political machinations and sophisticated, frenzied way of life, it is easy in Greece to return to basics, to feel the archetypes reassert themselves. Life impresses through repetition of simple things: an olive tree, a fig, a giant terracotta pot, pebbles on beaches, the fragrant earth, gentle seas, boundless sky. It finds expression in stark, vivid colours: the rippling silver-green of an olive grove, the baked orange soil, whitewash on grey stones, and everywhere the intense Greek blue, reaching down from the skies to merge with the sea, turning to turquoise in the shallow bays and creeks. Tastes too are simpler: olives, country bread, salty feta, huge but sweet tomatoes, barbounia, a chilled ouzo or a palatable glass of a local rosé.

This year, we have spent a week in the Mani, as the guests of the Benaki Museum in the house built at Kalamitsi by Paddy and Joan Leigh Fermor. Paddy and Joan decided to gift it to the Benaki in 1996, and it became the museum’s possession in 2011 when Paddy died (Joan had predeceased him). The bequest brought an entail: that the house be turned into a retreat for writers and used for educational purposes. This was no easy task: the house had been built from 1964 to the designs of architect Nikos Hatzimichalis, and it had scarcely been modernised since. I visited it in 2015 and saw at once how much work would be needed to make the house function for its new purpose. Re-wiring, mending the roofs, replacing rotten windows, doors and shutters, renewing bathrooms and kitchen, installing air-conditioning and wi-fi, cataloguing the thousands of books, looking after the original works of art (Leigh Fermor owned important pieces by Craxton, Ghika and others), improving the security of the property, thoroughly cleaning and redecorating - all of this was going to be a substantial undertaking. And it was clearly going to cost a lot of money: money that would have to be raised, since no money accompanied the bequest of the house itself.

The house in its setting
Thanks to the determination, skills and planning of the team at the Benaki a large grant was secured in 2016 from the Stavros Niarchos Foundation. The work began at once and was completed a couple of months ago. The restoration is magnificent: it has been done to the highest of specifications, but has also preserved the authenticity of the original designs. It still feels like a home: not an ordinary home, but the home of two immensely talented people whose characters, tastes and needs (for privacy, for company) are stamped in the stones and architecture themselves.

The house is now receiving guests: there are guided tours three times a week, every Tuesday, Thursday and Saturday at 11:00 am. Reservation is required by email at leighfermorhouse@benaki.gr or by phone at +30 210 3671090 (Monday to Thursday). A VIP launch is planned in October. From next year, writers and educational establishments will be invited to use the house, in line with the wishes of Paddy and Joan. And, from summer 2020 for three months a year, it will be possible for others too to rent the property. You can find booking information at www.ariahotels.gr.

The house from the beach
In my next blog I will say more about what it was like to live in the house for a week. (SPOILER ALERT: It was glorious.) But I will close now by expressing my admiration and thanks to the Benaki Museum and the Stavros Niarchos Foundation for the magnificent work they have done to conserve and transmit to future generations this unique legacy. There is no one who will fail to fall in love with and be inspired by this beautiful house in its beautiful landscape and seascape. 

...to be continued.

John


The entrance vestibule


Monday, 22 July 2019

Χαλ – Μια πόλη του Γιόρκσαϊρ υπό ένα ελληνικό πρίσμα

Η μαρίνα του Χαλ
Το επιβλητικό άγαλμα
του William Wilberforce, απελευθερωτή
Το Χάλ, στο Γιόρκσαϊρ της Αγγλίας, είναι μια πόλη σπουδαίων ποιητών: ο Άντρου Μάρβελ, ο Φίλιπ Λάρκιν, ο Σων Ο’Μπράϊαν έζησαν εδώ και η ποίησή τους αντικατοπτρίζει τους δεσμούς τους με την πολιτεία. Κι όμως λίγα είναι τα διηγήματα και μυθιστορήματα με θέμα το Χαλ. Είναι κάτι το περίεργο και δεν ξέρω γιατί είναι έτσι. Σε μεγάλο βαθμό η σιωπή αυτή φαίνεται παράλογη. Άλλοτε ένα μεγάλης σημασίας για την αλιεία λιμάνι  και για ένα μικρότερο χρονικό διάστημα ένα λιμάνι φαλαινοθηρικών, το Χαλ αποτελεί έναν από τους πιο παλαιούς εμπορικούς κρίκους ανάμεσα στην Αγγλία και στην ηπειρωτική Ευρώπη. Υπάρχουν ακόμα σημάδια του μεσαιωνικού και γεωργιανού πλούτου στα κτίρια της Παλιάς Πόλης. Και οι αρχαίες οδοί υποδηλώνουν εμπορικές σχέσεις και ασχολίες (το πιο αγαπημένο μου οδικό όνομα είναι ‘Η Γη της Πράσινης Πιπερόριζας’). Σαν πολλά λιμάνια, ο τόπος αυτός είχε πάντοτε μια σκληρή, ξεροκέφαλη, αντικαθεστωτική ατμόσφαιρα. Έκλεισε τις πύλες του στον βασιλιά Κάρολο Α΄ και τον βασιλικό στρατό το 1642, κατά τον Εμφύλιο. Ο Γουίλιαμ Γουίλμπερφορς, που ήταν επικεφαλής της επιτυχούς εκστρατείας για να καταργηθεί το δουλεμπόριο και υποστήριξε σημαντικά την έσχατη εκστρατεία για να απαγορευτεί η δουλεία μέσα στη Βρετανική Αυτοκρατορία, ήταν βουλευτής εδώ από το 1784 με 1812. Θα φανταζόταν κανείς ότι εδώ αφθονούν οι ιστορίες, περιπλανώμενες στα λιμάνια και τις αποθήκες τελωνείου, χαζεύοντας στις παμπ, την ψαραγορά, τα ιδρύματα στήριξης ναυτικών. 

Hymers College, Hull. Το σχολείο μου
Για εφτά χρόνια, πήγαινα στο σχολείο στο Χαλ. Ξέρω καλά τον τόπο αυτόν. Είμαι υπερήφανος για την εκπαίδευση που έλαβα εκεί (τα ελληνικά! τα έμαθα τα ελληνικά στο Χαλ) και μου αρέσει η πόλη, αλλά κρατούσα συχνά μια απολογητική στάση για τη στοργή μου. Εξαιτίας της έκτασης των λιμανιών της, η πόλη ήταν στρατηγικός στόχος για τη γερμανική πολεμική αεροπορία κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί του 1941 ήταν άγριοι και κατέστρεψαν πολλά. Τη δεκαετία του 1970, κατέρρευσε κι η αλιευτική βιομηχανία, προκαλώντας εκτεταμένη αποστέρηση και μια δεύτερη τρύπα στην αστική δομή. Ως εκ τούτου, απέκτησε η πόλη μια κακή φήμη. Αλλά το 2017, το Χαλ έγινε η Εθνική Πρωτεύουσα Πολιτισμού: συνέβη μια περιορισμένη αναγέννηση και πολλοί άνθρωποι που δεν θα ονειρεύονταν ποτέ να πάνε στο Χαλ ήρθαν για να συμμετάσχουν στην πολιτιστική ζωή του. Οι γλυκομίλητοι «ξένοι» της νότιας Αγγλίας (που δεν είναι πάντα δημοφιλείς εδώ) έπρεπε να παλεύουν με τη μοναδικά τραχεία, βαθιά προφορά των κατοίκων της πόλης. (Σημειώστε ότι δεν λέμε την πόλη μας «Χαλ», όπως τη προφέρουν οι νότιοι Άγγλοι και τη μεταγλωττίζετε κι εσείς οι Έλληνες, μάλλον τη λέμε «Χουλ». Αν συζητήσουμε μαζί για την πόλη μου, θα τη λέω πάντοτε «Χουλ».)

Ιστορίες του Χαλ
Εξεπλάγην όταν ένας Έλληνας που με ακολουθεί στο Twitter μού είπε για μια συλλογή διηγημάτων, με τίτλο Ιστορίες του Χαλ. Τον δέκατο-ένατο αιώνα, οι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στην Αγγλία βρίσκονταν στο Λονδίνο, το Λίβερπουλ και το Μάντσεστερ. Γενικά προτιμούν πλέον να μένουν αποκλειστικά στο νότο: στο Λονδίνο, την Οξφόρδη, το Κέιμπριτζ, το Ρέντινγκ. Ή μπορεί να πάνε στη Σκοτία – συνήθως στο Εδιμβούργο. Αλλά το Χαλ στο Γιόρκσαϊρ; Γιατί ένας σύγχρονος Έλληνας θα έγραφε ένα βιβλίο για το Χαλ;

Επρόκειτο για το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα Γιώργου Μητά, που σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Χαλ τη δεκαετία του 1990(;). Το εξέδωσε το 2011 και τον επόμενο χρόνο κέρδισε το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα του περιοδικού διαβάζω. Και πρόσφατα το διάβασα κι εγώ. Βέβαια, ενδιαφερόμουν πολύ να διαπιστώσω το πώς συνόψισε ο Μητάς μια πόλη 285,000 κατοίκων σε 137 σελίδες. Λοιπόν, έγραψε τρία εκτεταμένα διηγήματα. Είναι ξεχωριστές ιστορίες αλλά η καθεμία συμπίπτει μερικώς με τις άλλες. Η δράση εστιάζεται στους δρόμους, τα λεωφορεία και τις παμπ γύρω από το Πανεπιστήμιο. Αλλά πράγματι ολόκληρη η πόλη είναι το υποκείμενο του Μητά. Εκφράζει καλά την ουσία της: 

Στην ανατολική ακτή, στο ύψος του Γιόρκσαϊρ, η Βόρεια Θάλασσα εισχωρεί για σαράντα περίπου χιλιόμετρα μέσα στη γη, δημιουργώντας μια μεγάλη υδάτινη έκταση με υφάλμυρα νερά και ισχυρές παλίρροιες, το δέλτα του Χάμπερ. Στις όχθες του είναι χτισμένο το λιμάνι του Χαλ· στο ίδιο σημείο, χωρίζοντας την πόλη στα δυο, εκβάλλουν τα νερά του ομώνυμου ποταμού, οι πηγές του οποίου βρίσκονται βορειότερα, στην περιοχή του Ντρίφηλντ. Το νερό σχεδόν κυκλώνει την πόλη· αναπόφευκτα, η ιστορία της είναι συνδεδεμένη με το υγρό στοιχείο και τον αγώνα των κατοίκων της να το δαμάσουν και να το εκμεταλλευτούν, καταβάλλοντας συχνά βαρύ τίμημα. 

Σε αυτό το λογοτεχνικό τοπίο, ένα ζευγάρι διατυπώνει τον πυρήνα της κάθε ιστορίας. Στην πρώτη, η κυρία Ρότζερς, μια ντόπια, βρίσκει το κουράγιο για να προσκαλέσει έναν νεαρό Ισπανό φοιτητή για το τσάι. Στη δεύτερη, ένας τυφλός Σκοτσέζος φοιτητής, που ονομάζεται Ντόναλτ και που τον ακολουθεί παντού η οδηγός-σκύλος του, η Τζόυ, φέρεται φιλικά σε έναν ανώνυμο Έλληνα μεταπτυχιακό φοιτητή. Στην Τρίτη, ένας Τούρκος φοιτητής που ονομάζεται Αζίζ αρχίζει να ενδιαφέρεται για τον Στηβ, τον πληθωρικό σπιτονοικοκύρη του. Δυο από τους πρωταγωνιστές αυτούς είναι μόνιμοι κάτοικοι της πόλης, οι άλλοι τέσσερες είναι περαστικοί. Αλλά κι όλοι χαρακτηρίζονται από μοναξιά και ανασφάλεια, κι ο καθένας προσπαθεί να κάνει έναν ορισμένο δεσμό. 

Αυτές οι προσπάθειες εμποδίζονται από την πόλη την ίδια, η οποία είναι στο έλεος όχι μόνο των νερών που την περικυκλώνουν και την περιορίζουν, αλλά και του τυπικού παράκτιου κλίματος της βορεινής πόλης αυτής: 

Κι όμως η ώρα της εισβολής είχε έρθει. Ο Νοέμβρης εξέπνεε, η πολιτεία ήταν τυλιγμένη για μέρες σ’ ένα γκρίζο, παγωμένο σεντόνι που άλλοτε γινόταν βροχή, άλλοτε αδιαπέραστη ομίχλη και άλλοτε μια υγρή, ψυχρή σκοτεινιά, που απλωνόταν παντού εκδιώκοντας κάθε ίχνος ζεστασιάς και ασφάλειας.

Το Πανεπιστήμιο του Χαλ
Αυτή είναι μια απεικόνιση του Χαλ υπό το πρίσμα του Αιγαίου. Τίποτε δεν συμφιλιώνει τον Μητά με το υγρό και ζοφερό κλίμα της πόλης. Για έναν Έλληνα που είναι συνηθισμένος σε μια υπαίθρια κοινωνική ύπαρξη, το Χαλ φαίνεται ερημωμένο, άδειο, αντικοινωνικό. (Πραγματικά, δεν είναι έτσι.) Στους ήσυχους δρόμους ηχούν τα βήματα. Οι λίγοι πεζοί στις ιστορίες του Μητά βιάζονται πάντα για να βρουν ένα ζεστό κρησφύγετο: σε μια παμπ, ένα διαμέρισμα, τη φοιτητική εστία, το ντόπιο σουπερμάρκετ. Σε αυτό τον τόπο της γκρίζας καθημερινότητας, τα πολύχρωμα συμπεράσματα αναζητούνται χωρίς να βρίσκονται: μόνο το τρίτο διήγημα καταλήγει σε μια σχεδόν καθαρή επίλυση: μια τραγική επίλυση που βεβαιώνει τον οριστικό τόνο του βιβλίου.

Σε αυτές τις «ιστορίες του Χαλ» βρήκα μια πειστική απεικόνιση της πόλης: στα διηγήματα αυτά ο αυστηρός και ψυχρός ρεαλισμός της πόλης είναι πλαισιωμένος με μια κάποιου είδους γοτθική ιδιοτροπία. Μου αρέσει πολύ ο επιδέξιος τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας λυγίζει την ελληνική γλώσσα σε αυτόν τον ξένο τόπο. Δεν ήθελα το βιβλίο να τελειώσει και πένθησα το τέλος του, όταν έφτασε. Συγχαίρω τον συγγραφέα για το επίτευγμά του (ήταν άξιος νικητής του βραβείου διαβάζω) και προσβλέπω στο διάβασμα των άλλων βιβλίων του. 

Κλείνοντας, θέλω να προκαλέσω τους αναγνώστες μου. Πείτε μου, σας παρακαλώ, ποια άλλα μυθιστορήματα, διηγήματα και ποιήματα έχουν γράψει οι Έλληνες για το Χαλ, για το Γιόρκσαϊρ, για τον βορρά της Αγγλίας; Τι άλλο θα έπρεπε να διαβάσω, ώστε να κατανοήσω την πατρίδα μου υπό ελληνικό πρίσμα;

Τζων

Monday, 8 July 2019

Democratic Pride

In Greece the political cycle has turned with the election of a New Democracy government under the leadership of Kyriakos Mitsotakis. I am happily now a former civil servant and ex-diplomat, so can comment on such things. In my professional career, I saw two changes of Government in Britain, in 1997 and 2010; and beyond that two changes of Prime Minister, in 2007 and 2016. In 1997, I was the head of the private office of a junior Minister in the Department for Education and Employment and in 2010, I was the Principal Private Secretary of the Secretary of State for Environment, Food and Rural Affairs. In those roles, the impact of political change was exciting, challenging and very direct; our effectiveness as civil servants rested on our demonstrated neutrality: on our capacity to work equally effectively with one governing party one day and a new governing party the next. It was always fun, and a lot of hard work. New Ministers and their aides had to be understood, new priorities learned, new ways of working absorbed.

Things were not so dissimilar as a diplomat, though changes in foreign governments have more of an indirect impact on a diplomat’s work. In the EU Council of Ministers in Brussels in 1998-2002, I saw frequent Ministerial changes around the table, some of them more significant than others – I certainly won’t forget the political brouhaha that followed the formation of an Austrian government after the Austrian elections of October 1999. And in Athens in 2015, I saw the coming to power of the SYRIZA-ANEL government after the January elections of that year. That was an immensely busy time for my embassy, as we got to know Ministers who had almost all of them never served in government before and who had a radically different approach from their predecessors. 

Diplomats and civil servants in the British system have to work with whichever government is in power, irrespective of their personal views.  For me, as I guess for most of my former colleagues, this always meant a rather dispassionate and analytical approach: trying to understand manifestos, policies, points of commonality, personalities. Part of this process was an attempt to map and understand what changes an incoming government would make to its predecessor’s policies (domestic and international) and to the body of national law. 

It will be very interesting, to say the least, to see how Prime Minister Mitsotakis’ government will differ from its predecessor, not only in its intentions (which we already know in part, through the election process) but also in the programme it actually carries out. With a new government what doesn’t get changed is often as interesting as what does. Irrespective of political rivalries, very few governments try to change all of their predecessors’ innovations. Society itself is always on the move. 

'Pride in OFGEM', July 2019
In London this weekend, the LGBT community and our friends were celebrating the end of Pride month, with the annual parade in central London. On Friday, I had the pleasure of talking at the Pride event of OFGEM (the UK energy regulator) to a large group of LGBT staff and their straight allies. I had been invited to reflect on the impact of being gay on my professional career. It was fun to do this and among much else I was able to recall one of the most moving events of my career: addressing Athens Pride in 2015 in Klafthmonos Square. On that day, the SYRIZA-ANEL government had earlier announced its intention to legislate in Greece for civil partnerships among same-sex couples. This was a long overdue reform, and its confirmation certainly added to the party atmosphere and the natural optimism of the event. 

Athens Pride, June 2015
Four years later, civil partnership (the ‘σύμφωνο συμβίωσης’) is an accepted reality for same-sex couples in Greece. This is in line with European norms and European values, and I expect it to endure in Greece as a legacy from SYRIZA that has been broadly accepted across the mainstream parties. (The fact that it is underpinned by ECHR jurisprudence also helps.)

Well, it is good when we see our liberal democratic values of inclusion, diversity, equality increasingly entrenched across our European societies. We should have pride in the capacity of our democracies to advance in this direction, whether in Greece, the UK or elsewhere. There are, regrettably, many voices at the moment challenging the ideals of liberal democracy and even representative democracy itself. But the Greek experience of the last decade suggests that we should be optimistic. After all of the challenges that the Greek people have faced, parliamentary democracy has proved strong and resilient in Greece. Throughout the crisis, governments have come and gone, in more or less orderly fashion; and the ballot box has remained triumphant. And despite the economic pressures and challenges from the fringes of political life, Greek parliamentary democracy has continued, not least through the reform of civil partnership, to move in a socially liberal direction. This could not and should not be taken for granted – either in Greece or in any country in Europe. But the Greek experience is particularly inspiring. Let us always hope for more! 

I wish the new government of Mr Mitsotakis and the new leader of the official opposition, Mr Tsipras, all good luck in carrying out their new responsibilities. 



John

Monday, 1 July 2019

Για τον Ρίτσο, την ποίηση, την Ελλάδα

Η βιβλιοθήκη
του King's College London
Εδώ και δυο χρόνια, λέω στους φίλους μου ότι είμαι το μόνο μέλος του βρετανικού διπλωματικού σώματος που παράτησε τη σταδιοδρομία του για να ακολουθήσει έναν Έλληνα ποιητή της Αριστεράς. Αστειεύομαι, βέβαια. Εγκατέλειψα την διπλωματική μου πορεία όχι για να ακολουθήσω κάποιον, αλλά για να είμαι πιστός στον εαυτό μου. Ήθελα να ολοκληρώσω το διδακτορικό μου. Είχα αρχίσει να μαθαίνω τα ελληνικά όταν ήμουνα έφηβος διότι ήξερα ότι ήταν μια από τις δυο ιερές γλώσσες της πίστης μου. Αυτό ήταν ένα καλό κίνητρο και κάθε φορά που ξεφυλλίζω την ελληνική μου Βίβλο, νιώθω ευγνωμοσύνη προς τον νεότερο εαυτό μου.  Αλλ’ έπειτα ερωτεύτηκα κάτι πιο σπουδαίο από μια ιστορική γλώσσα: ερωτεύτηκα μια ζωντανή χώρα, έναν ζωντανό λαό και μια λογοτεχνία που είναι φωτεινή και που ζει: μια λογοτεχνία που ενώνει την αυγή του ευρωπαϊκού πολιτισμού με το παρόν του, και που συνεχίζει να εξελίσσεται, να ακμάζει, να ενθουσιάζει. Το διδακτορικό μου, κοντολογίς, ήταν κάτι θεμελιώδους σημασίας για μένα.

Μόλις έγραψα στο μπλογκ μου για τα δυο διδακτορικά μου (το ένα δυστυχώς εγκαταλελειμμένο, το άλλο θριαμβευτικά ολοκληρωμένο) και δεν θα επαναλάβω στα ελληνικά αυτά που μπορείτε να διαβάσετε στα αγγλικά. Για μένα τουλάχιστον και τα δυο ήταν σπουδαίες εργασίες: όχι απλώς ως τεχνικές, ακαδημαϊκές ασκήσεις, αλλά ως μέσα με τα οποία προσπάθησα να αποκτήσω μια συνολική κατανόηση της αρχαίας και της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, να διεισδύσω όσο βαθιά μπορεί ένας ξένος στο ελληνικό πνεύμα, και να ανιχνεύσω τα αποτυπώματα του ελληνισμού στην ευρωπαϊκή ψυχή.

Ο μεγάλος ποιητής
Είχα την καλή τύχη να «ανακαλύψω» τον Γιάννη Ρίτσο. Εδώ και είκοσι χρόνια είναι για μένα μια εμμονή.  Οι επιλογές του μου εξάπτουν την περιέργεια: η ποίηση, ο κομμουνισμός, ο διεθνισμός – γι’ αυτόν όλ’ αυτά αποτελούσαν κάποιου είδους εσωτερική εξορία. Και το αντίκτυπο αυτών των επιλογών πάνω στη ζωή του μου εξάπτει την περιέργεια: η τερατώδης του παραγωγικότητα (συχνά σε αδύνατες συνθήκες εργασίας), οι συγκρούσεις του με κρατικές και πολιτικές δυνάμεις, η απομόνωσή του και η περιθωριοποίηση, ο προσωπικός του θρίαμβος κατά την μεταπολίτευση, οι χαμηλοί τόνοι των τελευταίων του χρόνων. Και εξίσου μου εξάπτουν την περιέργεια όλα όσα δεν φαίνεται να ταιριάζουν: η μεταφυσική ροπή της ποίησής του, η έξαρση που έκανε του Μοντερνισμού, το ενδιαφέρον του για τις διάφορες εκφράσεις της σεξουαλικότητας, ο τρόπος με τον οποίο ανέλαβε και υιοθέτησε πολλές φωνές, πολλές μάσκες, η διαρκής άσκηση ενός φαινομενικά απόντος εγωϊσμού. 

Ο Ρίτσος είναι σπουδαίος ποιητής (δεν χρειάζεται να το πω στους Έλληνες αυτό), και δημιούργησε κάποια απ’ τα καλύτερα ποιήματα της σύγχρονης γλώσσας. Αλλά είναι κι ένας άνθρωπος που βίωσε μια μεγάλη ζωή: μια ζωή που δοκιμάστηκε από τα παιδικά του τραύματα, επηρεάστηκε από την κακή υγεία που αντιμετώπιζε κατά τη διάρκεια της ζωής του, και σφυρηλατήθηκε από το ότι βρέθηκε ξανά και ξανά ανάμεσα στους ηττωμένους της νεοελληνικής ιστορίας. Έζησε την ιστορία του εικοστού αιώνα και είχε μεγάλες φιλοδοξίες. Πάλεψε για να μυηθεί στην Παγκόσμιο Ποίηση και να φέρει αυτή την οικουμενική συνείδηση στην δική του ποίηση, στην ποίηση της πατρίδας του – ακόμα και όταν έγραφε τα πιο κομματικά και πολιτικά έργα του.

Έξω από τη βιβλιοθήκη - την ημέρα
που κατέθεσα τη διατριβή μου
Προσπαθώ τώρα να επεξεργαστώ το πώς να μεταμορφώσω τη διατριβή μου σε βιβλίο προς έκδοση. Κι όσο θα ασχολούμαι μ’ αυτό, προτίθεμαι να εκδίδω περισσότερα άρθρα και δοκίμια για τον Ρίτσο. Απομένουν πολλά να ειπωθούν για αυτόν τον πιο πρωτεϊκό Έλληνα ποιητή και ελπίζω να τον ενσωματώσω πληρέστερα στην αγγλική γλώσσα: μέσω κριτικών αναλύσεων και μεταφράσεων. Με έχει κιόλας διδάξει πολλά ο Ρίτσος και το αναγνώρισα αυτό στα τελευταία λόγια της διατριβής μου:

Το να διαβάζει κανείς τον Ρίτσο και με τον Ρίτσο είναι σαν να ξεκινά μια απαιτητική και περιπετειώδη πορεία, μια διεθνή πορεία της ποιητικής εκπαίδευσης. Το να συνοδεύει κανείς τον Ρίτσο – έστω και για λίγα χιλιόμετρα – είναι προνόμιο που αναζωογονεί. Αυτή η διατριβή προσφέρεται ως μικρό δείγμα της εκτίμησής μου.

Βεβαίως, το να εξοφλήσει κανείς πλήρως τα χρέη του στον Ρίτσο, στην ποίηση, στην Ελλάδα αποτελεί το ταξίδι μιας ολόκληρης ζωής, και χαίρομαι που είμαι καθ’ οδόν. 

Τζων

A Child of Thetis. Travellers in Greece. An Occasional Series. 6 Christopher Kininmonth

When I visited Phaestos at the end of my stay I felt almost listless as the car swung into view of the southern plain fringed with mountains...

Most viewed posts