Επανειλημμένα έχει γίνει η σύγκριση Brexit και Grexit. Οι δυο όροι υπονοούν συγκεκριμένα κοινά χαρακτηριστικά. Από το 2016 και μετά, αναλογιζόμουν συχνά τις ομοιότητες των ελληνικών γεγονότων του 2015 με τα εξελισσόμενα γεγονότα στο ΗΒ (και στις ΗΠΑ). Η αδρανής(;) πλέον απειλή του Grexit ρίχνει φως στο παγκόσμιο φαινόμενο του λαϊκισμού και στις προοπτικές της βρετανικής διαπραγματευτικής στρατηγικής για την έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατά την άποψή μου, πολλά παραμένουν να ειπωθούν γι’ αυτά και σκέφτομαι σοβαρά να καταθέσω και τους δικούς μου προβληματισμούς, πιθανόν σ’ ένα βιβλίο.
Ένα από τα πράγματα που διαβάζω συχνά στον ελληνικό τύπο είναι το ότι η βρετανική συντηρητική κυβέρνηση χρειάζεται να κάνει μια δική της κολοτούμπα, ανακρούοντας πρύμναν από αυτό που σήμερα μοιάζει με αδιέξοδο-Brexit. Τέτοιες προτάσεις δίνουν τροφή για σκέψη, αλλά κατ’ ουσίαν μαρτυρούν τα πεπερασμένα όρια μιας τέτοιας συγκριτικής ανάγνωσης της βρετανικής και της ελληνικής πολιτικής. Δεν είναι δυνατό άλλωστε να συνάγει κάποιος συμπεράσματα για την πολιτική μιας χώρας βάσει των πολιτικών δεδομένων μιας άλλης. Αλλά αξίζει να μελετηθούν οι λόγοι για τους οποίους ο πρωθυπουργός κύριος Τσίπρας κατάφερε να κάνει μια πετυχημένη κολοτούμπα το καλοκαίρι του 2015, ενώ κανένας βρετανός πρωθυπουργός δεν έχει ακόμη επιχειρήσει να ανατρέψει το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος.
Η απάντηση βρίσκεται, κατά κύριο λόγο, στη δομή της κομματικής πολιτικής.
Το 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια νέα κυβέρνηση, αποφασισμένη να αναγκάσει τους Ευρωπαίους εταίρους της να διαχειριστούν την κρίση του ελληνικού χρέους με έναν ριζοσπαστικά καινούργιο τρόπο. Ο ηγέτης του κόμματος είχε υιοθετήσει μια επιθετική στρατηγική. Αλλά το κόμμα του ήταν άγνωστο και αδοκίμαστο. Σε μικρό χρονικό διάστημα εξελίχθηκε από κόμμα διαμαρτυρίας (με ποσοστά συνήθως χαμηλότερα του 5% στις εκλογικές αναμετρήσεις) σε κόμμα αξιωματικής αντιπολίτευσης και ύστερα της κυβέρνησης. Το 2013 και το 2014, ήμουν ένας από αυτούς που προσπαθούσαν να καταλάβουν πώς λειτουργούσε το κόμμα. Τι είδους ήταν η βάση του; Μπορούσαν οι συνιστώσες του να ενοποιηθούν; Που πραγματικά βρισκόταν το κέντρο εξουσίας του; Ποιοι επρόκειτο να γίνουν οι υπουργοί μιας κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ; Ο Αλέξης Τσίπρας θα ηγείτο του κόμματός του ή θα βρισκόταν υπό το στενό έλεγχό του;
Τον Ιανουάριο του 2015, λάβαμε δυο εξόχως αναπάντεχες απαντήσεις στις ερωτήσεις αυτές. Πρώτα, ο Αλέξης Τσίπρας προχώρησε σε συμφωνία συνασπισμού με τους ΑΝΕΛ: μια συμφωνία που εξέπληξε και δυσαρέστησε πολλά μέλη του κόμματός του. Δεύτερον, διόρισε, στην κρίσιμη θέση του Υπουργού Οικονομικών, κάποιον που δεν ήταν καν μέλος του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτές οι αποφάσεις έμοιαζαν τότε ιδιότροπες. Όμως στην πραγματικότητα κατέδειξαν τον ηγετικό χαρακτήρα του Αλέξη Τσίπρα και απέδειξαν ότι ήταν απόλυτος κυρίαρχος του κόμματός του. Έξι μήνες μετά, με τα προβλήματα να αυξάνονται, ήταν ακόμη σε θέση να επιβάλλεται και στα γεγονότα και στο κόμμα του. Η περιβόητη κολοτούμπα του προκάλεσε την αποχώρηση πολλών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως όσοι έφυγαν (π.χ. η Κωνσταντοπούλου, ο Λαφαζάνης κ.α.) ήταν σαν να εξαφανίστηκαν. Ο Τσίπρας επιβίωσε. Το κόμμα, κοντολογίς, ήταν κατώτερο του αρχηγού του.
Με το Brexit τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.
Η απαρχή του Brexit μπορεί να αναζητηθεί σε συζητήσεις μέσα στο Συντηρητικό Κόμμα ήδη από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990. Κυρίως εξαιτίας του ρόλου που πίστευαν ότι είχε παίξει το ευρωπαϊκό ζήτημα στην παραίτηση της κυρίας Θάτσερ, μερικοί συντηρητικοί βουλευτές προσπάθησαν να εμποδίσουν την πρόοδο του νομοσχεδίου περί της επικύρωσης της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Βεβαίως απέτυχαν, αλλά η επανάστασή τους προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στη συντηρητική κυβέρνηση του John Major και ενέπνευσε τη δημιουργία μιας αποφασισμένης και μόνιμης ευρωσκεπτικής μειονότητας μέσα στο Συντηρητικό Κόμμα («μπάσταρδοι» είναι η ετικέτα που τους είχε βάλει ο Μέιτζορ). Την ίδια εποχή περίπου, δημιουργήθηκε το Κόμμα Ανεξαρτησίας Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP), για να υποστηρίζει οριστικά και μονομανιακά το Brexit. Οι δυο ομάδες επρόκειτο να επηρεάσουν η μια την άλλη τα 25 επόμενα χρόνια.
Το Συντηρητικό Κόμμα είναι η πιο παλιά και η πιο πετυχημένη πολιτική παράταξη της Μεγάλης Βρετανίας. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους επιβίωσε τόσο πολύ χρόνο, αλλά ένας από τους πιο σπουδαίους είναι το ότι κατάφερε διαχρονικά και με συνέπεια να διατηρήσει την εσωτερική κομματική ενότητά του. Για την επίτευξη αυτής της ενότητας, το κόμμα παρουσιάζεται ως ‘broad church’ (δηλαδή ως φορέας πολλών και διαφορετκών απόψεων χωρίς δογματισμούς) και επιτρέπει τη συνύπαρξη πολύ διαφορετικών συνιστωσών.
Αυτό εξηγεί γιατί τη δεκαετία του 1990 δεν τέθηκε ούτε μια φορά θέμα μόνιμου αποκλεισμού των «ανταρτών» ευρωσκεπτικιστών συντηρητικών από το κόμμα. Αντιθέτως, οι αντάρτες παρέμεναν και η επιρροή τους αφέθηκε να αυξάνεται βαθμιαία. Από το 1997, όταν εξελέγη ο William Hague ως επικεφαλής της παράταξης, η ευρωσκεπτική αυτή συνιστώσα παραχαϊδεύτηκε και ο Ευρωσπεπτικισμός κυριάρχησε στο ύφος του κόμματος. Και ταυτοχρόνως η ύπαρξη του UKIP λειτουργούσε ως μαγνήτης, τραβώντας το Συντηρητικό Κόμμα σε μια στάση όλο και πιο εχθρική απέναντι στην Ευρώπη. Αυτή η τάση έγινε ακόμη και πιο σαφής υπό την ηγεσία των διαδόχων του Χέιγκ: του Michael Howard, του Iain Duncan Smith και του David Cameron. Ως επικεφαλής του κόμματος, ο Κάμερον απέσυρε το Συντηρητικό Κόμμα από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα: ένα σημαντικό λάθος που εξασθένισε την συντηρητική και την βρετανική επιρροή στην ΕΕ. Όταν τελικά, το 2010, έγινε Πρωθυπουργός, η μόνη φιλοδοξία του Κάμερον σε σχέση με τη Βρετανία εντός ΕΕ ήταν να σταματήσει το κόμμα του να γκρινιάζει διαρκώς (‘bang on’) για την Ευρώπη. Απουσία οποιασδήποτε θετικής ατζέντας για την ΕΕ, ο Κάμερον έπεσε στη μια παγίδα μετά την άλλη όσον αφορά στη στρατηγική του για τη διαχείριση της παράταξής του. Το 2013, προσέφερε στο ευρωσκεπτικό ακροατήριο την υπόσχεση δημοψηφίσματος εφόσον κέρδιζαν οι συντηρητικοί τις επόμενες εκλογές: εκλογές τις οποίες όντως κέρδισαν. Και τα υπόλοιπα, όπως λέμε στα αγγλικά, είναι ιστορία.
Με την εκλογή του Boris Johnson ως αρχηγού του Συντηρητικού Κόμματος, η ευρωσκεπτικιστική συνιστώσα ανέλαβε τον απόλυτο έλεγχο της παράταξης. Αυτό – πρέπει να τονίσω – είναι η κατάληξη της πορείας του κόμματος τα τελευταία 25 χρόνια. Δεν πρόκειται για μια μεμονωμένη περίπτωση πραξικοπήματος (αν και, με την απέλαση των μετριοπαθών, ο Τζόνσον συμπεριφέρεται πραξικοπηματικά). Σε αυτή την περίοδο, αυτοί που ήταν άλλοτε μια μικρή μειονότητα μέσα στο κόμμα, έγιναν το κόμμα και έφτασαν να έχουν μεγαλύτερη και πιο μόνιμη επιρροή απ' ό,τι οι αρχηγοί οι ίδιοι του κόμματος – τουλάχιστον σε ό,τι αφορά αυτό το συγκεκριμένο θέμα. Αυτό είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που διαφοροποιεί την πραγματικότητα του Brexit το 2019 από την πιθανότητα του Grexit το 2015. Στην υπόθεση Brexit τίποτα δεν είναι τυχαίο αλλά και τίποτα δεν βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Αρχηγού του κόμματος. Ο Τζόνσον είναι ο όμηρός του, όπως ήταν και η Μέι και ο Κάμερον πιο πριν. Το θέμα αυτό καθορίζει πλέον τον χαρακτήρα του Συντηρητικού Κόμματος: της πιο εντυπωσιακής εκλογικής μηχανής της Βρετανίας.
Συμπεραίνω, επομένως, ότι δεν θα υπάρξει κολοτούμπα, εκτός εάν το Συντηρητικό Κόμμα το ίδιο χάσει την εξουσία στο ΗΒ ή διαλυθεί – γεγονότα που δεν μπορούν να θεωρηθούν καθόλου δεδομένα.
Τζων
Η απάντηση βρίσκεται, κατά κύριο λόγο, στη δομή της κομματικής πολιτικής.
Το 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια νέα κυβέρνηση, αποφασισμένη να αναγκάσει τους Ευρωπαίους εταίρους της να διαχειριστούν την κρίση του ελληνικού χρέους με έναν ριζοσπαστικά καινούργιο τρόπο. Ο ηγέτης του κόμματος είχε υιοθετήσει μια επιθετική στρατηγική. Αλλά το κόμμα του ήταν άγνωστο και αδοκίμαστο. Σε μικρό χρονικό διάστημα εξελίχθηκε από κόμμα διαμαρτυρίας (με ποσοστά συνήθως χαμηλότερα του 5% στις εκλογικές αναμετρήσεις) σε κόμμα αξιωματικής αντιπολίτευσης και ύστερα της κυβέρνησης. Το 2013 και το 2014, ήμουν ένας από αυτούς που προσπαθούσαν να καταλάβουν πώς λειτουργούσε το κόμμα. Τι είδους ήταν η βάση του; Μπορούσαν οι συνιστώσες του να ενοποιηθούν; Που πραγματικά βρισκόταν το κέντρο εξουσίας του; Ποιοι επρόκειτο να γίνουν οι υπουργοί μιας κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ; Ο Αλέξης Τσίπρας θα ηγείτο του κόμματός του ή θα βρισκόταν υπό το στενό έλεγχό του;
Τον Ιανουάριο του 2015, λάβαμε δυο εξόχως αναπάντεχες απαντήσεις στις ερωτήσεις αυτές. Πρώτα, ο Αλέξης Τσίπρας προχώρησε σε συμφωνία συνασπισμού με τους ΑΝΕΛ: μια συμφωνία που εξέπληξε και δυσαρέστησε πολλά μέλη του κόμματός του. Δεύτερον, διόρισε, στην κρίσιμη θέση του Υπουργού Οικονομικών, κάποιον που δεν ήταν καν μέλος του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτές οι αποφάσεις έμοιαζαν τότε ιδιότροπες. Όμως στην πραγματικότητα κατέδειξαν τον ηγετικό χαρακτήρα του Αλέξη Τσίπρα και απέδειξαν ότι ήταν απόλυτος κυρίαρχος του κόμματός του. Έξι μήνες μετά, με τα προβλήματα να αυξάνονται, ήταν ακόμη σε θέση να επιβάλλεται και στα γεγονότα και στο κόμμα του. Η περιβόητη κολοτούμπα του προκάλεσε την αποχώρηση πολλών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως όσοι έφυγαν (π.χ. η Κωνσταντοπούλου, ο Λαφαζάνης κ.α.) ήταν σαν να εξαφανίστηκαν. Ο Τσίπρας επιβίωσε. Το κόμμα, κοντολογίς, ήταν κατώτερο του αρχηγού του.
Με το Brexit τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.
Στην κυρία Θάτσερ δεν άρεσαν οι κολοτούμπες ή τα 'u-turns' (=αναστροφές) |
Το Συντηρητικό Κόμμα είναι η πιο παλιά και η πιο πετυχημένη πολιτική παράταξη της Μεγάλης Βρετανίας. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους επιβίωσε τόσο πολύ χρόνο, αλλά ένας από τους πιο σπουδαίους είναι το ότι κατάφερε διαχρονικά και με συνέπεια να διατηρήσει την εσωτερική κομματική ενότητά του. Για την επίτευξη αυτής της ενότητας, το κόμμα παρουσιάζεται ως ‘broad church’ (δηλαδή ως φορέας πολλών και διαφορετκών απόψεων χωρίς δογματισμούς) και επιτρέπει τη συνύπαρξη πολύ διαφορετικών συνιστωσών.
Αυτό εξηγεί γιατί τη δεκαετία του 1990 δεν τέθηκε ούτε μια φορά θέμα μόνιμου αποκλεισμού των «ανταρτών» ευρωσκεπτικιστών συντηρητικών από το κόμμα. Αντιθέτως, οι αντάρτες παρέμεναν και η επιρροή τους αφέθηκε να αυξάνεται βαθμιαία. Από το 1997, όταν εξελέγη ο William Hague ως επικεφαλής της παράταξης, η ευρωσκεπτική αυτή συνιστώσα παραχαϊδεύτηκε και ο Ευρωσπεπτικισμός κυριάρχησε στο ύφος του κόμματος. Και ταυτοχρόνως η ύπαρξη του UKIP λειτουργούσε ως μαγνήτης, τραβώντας το Συντηρητικό Κόμμα σε μια στάση όλο και πιο εχθρική απέναντι στην Ευρώπη. Αυτή η τάση έγινε ακόμη και πιο σαφής υπό την ηγεσία των διαδόχων του Χέιγκ: του Michael Howard, του Iain Duncan Smith και του David Cameron. Ως επικεφαλής του κόμματος, ο Κάμερον απέσυρε το Συντηρητικό Κόμμα από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα: ένα σημαντικό λάθος που εξασθένισε την συντηρητική και την βρετανική επιρροή στην ΕΕ. Όταν τελικά, το 2010, έγινε Πρωθυπουργός, η μόνη φιλοδοξία του Κάμερον σε σχέση με τη Βρετανία εντός ΕΕ ήταν να σταματήσει το κόμμα του να γκρινιάζει διαρκώς (‘bang on’) για την Ευρώπη. Απουσία οποιασδήποτε θετικής ατζέντας για την ΕΕ, ο Κάμερον έπεσε στη μια παγίδα μετά την άλλη όσον αφορά στη στρατηγική του για τη διαχείριση της παράταξής του. Το 2013, προσέφερε στο ευρωσκεπτικό ακροατήριο την υπόσχεση δημοψηφίσματος εφόσον κέρδιζαν οι συντηρητικοί τις επόμενες εκλογές: εκλογές τις οποίες όντως κέρδισαν. Και τα υπόλοιπα, όπως λέμε στα αγγλικά, είναι ιστορία.
Με την εκλογή του Boris Johnson ως αρχηγού του Συντηρητικού Κόμματος, η ευρωσκεπτικιστική συνιστώσα ανέλαβε τον απόλυτο έλεγχο της παράταξης. Αυτό – πρέπει να τονίσω – είναι η κατάληξη της πορείας του κόμματος τα τελευταία 25 χρόνια. Δεν πρόκειται για μια μεμονωμένη περίπτωση πραξικοπήματος (αν και, με την απέλαση των μετριοπαθών, ο Τζόνσον συμπεριφέρεται πραξικοπηματικά). Σε αυτή την περίοδο, αυτοί που ήταν άλλοτε μια μικρή μειονότητα μέσα στο κόμμα, έγιναν το κόμμα και έφτασαν να έχουν μεγαλύτερη και πιο μόνιμη επιρροή απ' ό,τι οι αρχηγοί οι ίδιοι του κόμματος – τουλάχιστον σε ό,τι αφορά αυτό το συγκεκριμένο θέμα. Αυτό είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που διαφοροποιεί την πραγματικότητα του Brexit το 2019 από την πιθανότητα του Grexit το 2015. Στην υπόθεση Brexit τίποτα δεν είναι τυχαίο αλλά και τίποτα δεν βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Αρχηγού του κόμματος. Ο Τζόνσον είναι ο όμηρός του, όπως ήταν και η Μέι και ο Κάμερον πιο πριν. Το θέμα αυτό καθορίζει πλέον τον χαρακτήρα του Συντηρητικού Κόμματος: της πιο εντυπωσιακής εκλογικής μηχανής της Βρετανίας.
Συμπεραίνω, επομένως, ότι δεν θα υπάρξει κολοτούμπα, εκτός εάν το Συντηρητικό Κόμμα το ίδιο χάσει την εξουσία στο ΗΒ ή διαλυθεί – γεγονότα που δεν μπορούν να θεωρηθούν καθόλου δεδομένα.
Τζων
Θεωρώ σωστή την ανάλυσή σας. Υπάρχει πάντως ένας κοινός παρονομαστής στο γεγονός ότι τα δύο παραδοσιακά κόμματα, σε πολλές χώρες της δύσης, διανύουν σοβαρή κρίση (η οποία ενισχύει τα κόμματα του λαϊκισμού). Έχω κάποιες απόψεις για τα πραγματικά αίτια της κρίσης των παραδοσιακών κομμάτων, αλλά περιμένω να δω κάποιες στοιχειοθετημένες θέσεις στα κυρίαρχα Μ.Μ.Ε. Ίσως εσείς μπορείτε να προσφέρετε μία πολύ καλύτερη εξήγηση για το φαινόμενο αυτό.
ReplyDeleteΣας ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον σας σχόλιο.
DeleteΕξαιτίας της κρίσης, αντιμετωπίζουμε παντού στη Δύση τρεις κοινές πολιτικές τάσεις: εθνικισμό, λαϊκισμό και επιστροφή της εμποροκρατίας (‘mercantilism’). Για τα κομματικά συστήματα, αυτό προκάλεσε τη δημιουργία καινούργιων κομμάτων, την αύξηση κομμάτων που είχαν άλλοτε περιθωριοποιήθηκαν, την κατάρρευση κάποιων παλιών κομμάτων, και, ως εκ τούτου,τον κατακερματισμό του κομματικού περιβάλλοντος.
Εθνικά πολιτικά συστήματα είναι όλα διαφορετικά το ένα από το άλλο, και, παρόλο που αυτές οι παραπάνω γενικεύσεις είναι, κατά την γνώμη μου, έγκυρες, πρέπει κανείς να εξετάσει αναλυτικά τα στοιχεία σε κάθε χώρα. Διαφορετικά από ό,τι συνέβη στην Ελλάδα, ούτε το ένα ούτε το άλλο από τα δυο κύρια κόμματα δεν κατέρρευσε στη Βρετανία. Οι Συντηρητικοί έγιναν εθνικιστές και λαϊκιστές, το Εργατικό Κόμμα έγινε και πάλι κόμμα της Αριστεράς, με την επιστροφή σοσιαλιστικών αρχών και τον συγκεκριμένο λαϊκισμό της Αριστεράς . Όλα φαίνονται ασταθή, πειραματικά και αβέβαια. Αυτος είναι ο λόγος που με ενδιαφέρει κι η Ελλάδα: έχει καταλήξει ο κύκλος του λαϊκισμού, ή όχι;
Θα συμπλήρωνα δύο γεγονότα (από τα πολλά) που δείχνουν τη λανθασμένη πολιτική των δημοκρατικών παρατάξεων - βασική αιτία της αποστροφής των παραδοσιακών τους ψηφοφόρων. (1) Τις παραμονές της εισόδου της Μ.Βρετανίας στον πόλεμο του Ιράκ, η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών της χώρας ήταν εναντίον της απόφασης που κατέληξε η Κυβέρνηση Blair. (2) Στις εκλογές του 2016 στις ΗΠΑ, με τις μεθοδεύσεις της ηγεσίας του Δημοκρατικού κόμματος επιβλήθηκε ουσιαστικά η κ. Clinton ως υποψήφια για την προεδρία στο Συνέδριο. Ήταν η στιγμή που μία Αμερικανίδα μου είπε "εγώ δεν θα ψηφίσω και κάποιοι φίλοι μου από αντίδραση θα ψηφίσουν Trump, γιατί μας εξαπάτησε το κόμμα μας". Τότε κατάλαβα ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα των εκλογών αυτών.
ReplyDeleteΣίγουρα απαιτείται τόλμη και σύνεση για να διορθωθούν τα πράγματα στην πολιτική και σίγουρα έχουμε πολλά ανοικτά μέτωπα.