Είναι αξιοσημείωτος ο τρόπος που έκλεισαν οι ανοιχτές, ελεύθερες, βολικές κοινωνίες μας – εξαιτίας του κορωνοϊού. Όντως μάζεψαν οι ζωές μας, σαν να ήταν μάλλινα πουλόβερ που πλύθηκαν στη λάθος θερμοκρασία. Εγώ πάντως έχω σχεδόν τρεις βδομάδες να φύγω από το Τούτινγκ, τη συνοικία μας στο νοτιοδυτικό Λονδίνο. Επιπλέον είχε ήδη πιαστεί η πλάτη μου δέκα μέρες πριν, έτσι ώστε να μην μπορώ πια να τρέξω (επιτρέπεται να βγαίνουμε μια φορά την κάθε μέρα για την γυμναστική). Η μόνη μου φυσική επαφή με τον εξωτερικό κόσμο αποτελείται από μια ελαφριά καθημερινή βόλτα με τα δυο μας σκυλάκια. Γενικά οι άνθρωποι συνηθίζονται όλο και περισσότερο στην «κοινωνική αποστασιοποίηση» που συνεπάγεται αυτή η κατάσταση: όχι πιο κοντά ο άλλος στον άλλο παρά 2μ.
Δουλεύω σπίτι κανονικά και είμαι συνηθισμένος σε ένα συγκεκριμένο βαθμό εσωστρέφειας. Αλλά η κατάσταση αυτή είναι κατηγορηματικά διαφορετική. Δεν μπορώ πλέον να αποσπάσω την προσοχή μου με εκθέσεις, ψώνια, ραντεβού σε καφενεία, εκδρομούλες σε μουσεία, θέατρα, σινεμά. Τι είναι «εστιατόριο» άραγε; Η σκέψη του να αποστερείται κανείς την Μεγάλη Εβδομάδα είναι οδυνηρή.
Ταυτόχρονα ελπίζω αυτή η επιβαλλόμενη απομόνωση να βελτιώσει τη δυνατότητα αυτοσυγκέντρωσής μου. Εργάζομαι τώρα πάνω σε μια μετάφραση του μεγάλου ποιήματος «Το τερατώδες αριστούργημα» του Γιάννη Ρίτσου, καθώς και στη μετάφραση από τον Ρίτσο του έργου του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Στρογγυλοκέφαλοι και Σουβλεροκέφαλοι». Στο στάδιο αυτό, μπορώ να προχωρήσω χωρίς να επισκεφτώ την Βρετανική Βιβλιοθήκη ή τις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες. Και αρπάζω την ευκαιρία να διαβάσω πολλά βιβλία που τα αγόρασα και παραμέλησα.
Καλό είναι να έχουμε λιγότερες διασπάσεις της προσοχής, αλλά όχι τόσο καλό να αναρωτιόμαστε για το εάν προθεσμίες έχουν πλέον σημασία.
Βεβαίως, παραμένουν κι ακόμη κάποια πράγματα που αποσπούν την προσοχή μας.
Πριν λίγες μέρες καταφέραμε να αγοράσουμε μπογιές που θα μας παραδώσουν στο σπίτι. Περιμένω επίσης να μου φέρουν χώμα και λίπασμα για τον κήπο. Κάποια μαγαζιά ειδών κηπουρικής παραδίδουν φυτά στο σπίτι. Έτσι η εσωτερική διακόσμηση και η κηπουρική μπορούν να προχωρήσουν κι οι δυο – περισσότερο ή λιγότερο όπως και πριν.
Υποκατάστατα για άμεσες επαφές έγιναν Το Skype, το Zoom και το Webex. Οι συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου, η καθοδήγηση (mentoring), οι κοινωνικές κουβεντούλες – είναι όλες δυνατές ακόμη και όντως γίνονται. Όλα περιορίζονται αναμφίβολα, αλλά οι σύγχρονες τεχνολογίες μειώνουν την μοναξιά μας.
Λόγω της απομόνωσης σκέφτομαι εδώ και μερικές μέρες τις συνθήκες που αντιμετώπισε ο Γιάννης Ρίτσος στα πενήντα χρόνια του, επί της Χούντας. Όταν οι συνταγματάρχες κατέλαβαν την εξουσία, συλλήφθηκε αμέσως κι ο Ρίτσος, ώστε να περάσει 18 μήνες σε φυλακή στη Γιάρο και τη Λέρο. Αλλά έπειτα μεταφέρθηκε σε κατ΄οίκον περιορισμό για δυο χρόνια στο Καρλόβασι της Σάμου, μεταξύ του Οκτωβρίου του 1968 και του Οκτωβρίου του 1970. Εκεί υποβλήθηκε στους πιο σοβαρούς περιορισμούς. Επιτρεπόταν να βγαίνει από το σπίτι του κάθε τόσο, αλλά απαγορευόταν να μιλάει με άλλους παρά τη γυναίκα του και την κόρη τους. Κανένας από τους κατοίκους του νησιού – ούτε κανένας άλλος – δεν επιτρεπόταν να επικοινωνεί με αυτόν. Και οι υπάλληλοι ασφαλείας τον ακολουθούσαν παντού.
Κατά τις έρευνές μου, ανακάλυψα μια επιστολή που έγραψε ο Ρίτσος την εποχή αυτή στη φίλη και εκδότριά του, Νανά Καλλιανέση. Σε αυτή γράφει για το αντίκτυπο του κατ’ οίκον περιορισμού στην ψυχολογική του κατάσταση. Ως συγγραφέας ο Ρίτσος ήταν συνηθισμένος στην αυτοαπομόνωση, αλλά ήταν και κοινωνικός άνθρωπος και οι συνέπειες του περιορισμού του ήταν σοβαρές:
Αγαπημένη μου, θάθελα να υπήρχε ένας αυτόματος τρόπος καταγραφής αυτών των εσωτερικών συμπιεσμένων δονήσεων ή, μάλλον, θορύβων, χωρίς τη μεσολάβηση του χεριού μου, του μυαλού μου, της λέξης. Το μόνο που μούρχεται στο στόμα είναι: ασφυξία, ασφυξία, ασφυξία, ασφυξία. Και πάλι: ασφυξία, ασφυξία. Μα πρέπει επιτέλους να μιλήσω. Να σου πω κάτι απ’ την εδώ «ζωή» μου: Δε βλέπω κανέναν, δε μιλώ με κανέναν. Κανένας δε τολμά νάρθει να με δει.
[…]
Νανάκι μου, πνίγομαι. Σαν ψέμματα μού φαίνεται πώς μπορούσαμε κάποτε να βλεπόμαστε, να μιλάμε, να ονειρευόμαστε, να εκδίδουμε βιβλία· ότι υπήρχε μια γωνίτσα εκεί κοντά σου που με περίμενε να καθήσω ώρες και να τα πούμε ή να σωπάσουμε μέσα σ’ εκείνη τη βαθειά κι αναπαυτική αίσθηση της ανθρώπινης φιλίας. Αλήθεια υπήρξε ποτέ αυτή η ευτυχία; Υπήρξε αυτό ο Παράδεισος; Και δεν τον εκτιμήσαμε όσο του άξιζε. (*)
Με συγκινούν ιδιαίτερα αυτές οι παράγραφοι. Πρόκειται για μια αληθινή κραυγή εκ βάθους καρδιάς. Εννοείται ότι δεν μπορούμε να ταυτίσουμε τον ψυχολογικό πόνο που υπέφερε ο Ρίτσος κατά τον κατ’ οίκο περιορισμό επί της δικτατορίας με την «κοινωνική αποστασιοποίηση» που υποχρεωνόμαστε να κάνουμε τώρα για χάρη της δικής μας υγείας και ευημερίας. Εμείς είμαστε σε απομόνωση για καλούς λόγους, ενώ ο Ρίτσος όχι. Ταυτόχρονα, λίγοι από μας θα διαλέγαμε μια τέτοια μοναξιά, και οι πιέσεις που αντιμετωπίζουμε είναι πραγματικές.
Τον Απρίλιο του 1969, ο Ρίτσος, ο οποίος ήταν όχι μόνο απομονωμένος αλλά και άρρωστος με καρκίνο του προστάτη και με μια ξαφνική επανεμφάνιση της φυματίωσης που τον είχε πλήξει στα παιδικά του χρόνια, βρήκε λίγη ανακούφιση. Ήταν ίσως η μόνη φορά που δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στη δουλειά του – ούτε να γράψει ούτε να διαβάσει. Αλλά στην οικογένειά του, στις περιστασιακές επιστολές που αφέθηκαν από τον λογοκριτή να περάσουν, και στα και πιο σπάνια τηλεφωνήματα που κατάφερνε να κάνει, βρήκε παρηγοριά. Κάθε τόσο έφταναν προσκλήσεις για να μιλήσει στο εξωτερικό, ειδήσεις για νέες μεταφράσεις. Πήρε δύναμη από την επαφή με τον Μίκη Θεοδωράκη και από τα λόγια του Σεφέρη («έδειξε ακόμη μια φορά τί ποιητής και τί άνθρωπος είναι»). Και έκλεινε το γράμμα του με χαιρετισμούς όχι μόνο στη Νανά Καλλιανέση αλλά και σε όλους του τους πολλούς φίλους στην Αθήνα και πέραν. Σε αυτούς τους χαιρετισμούς (πρόκειται για μια μεγάλη λίστα) μπορεί κανείς να αισθανθεί μια πράξη αυτοεπιβεβαίωσης, αποφασιστικότητας, αγάπης. Αυτή η μαρτυρία συγκινεί και μας υπενθυμίζει – αν χρειαζόμασταν τέτοια υπενθύμιση – ότι σε τέτοιες εποχές πρέπει να αγαπήσουμε ο ένας τον άλλο, και να φροντίσουμε ο ένας τον άλλο με όλα τα θεμιτά μέσα που διαθέτουμε.
Παρατηρώ με θαυμασμό τον τρόπο με τον οποίο οι ελληνικές και βρετανικές κοινωνίες έχουν προσαρμοστεί στην απειλή του Covid-19 («μένουμε σπίτι») και ελπίζω όλοι κι όλες οι αναγνώστες μου να παραμείνουν ασφαλείς, υγιείς και κεφάτοι. Αν βοηθάει λίγο αυτό το μπλογκ, θα χαρώ πολύ.
Τζων
(*) Η επιστολή στην οποία αναφέρομαι βρίσκεται στο Αρχείο Ρίτσου στο Μουσείο Μπενάκη. Είμαι ευγνώμων στις αρχές του Μουσείου και στην Έρη Ρίτσου για τη βοήθειά τους σχετικά με τις έρευνές μου.